βαρύτονος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
βαρύτονον, (τόνος)
A deep-sounding, β. φωνεῖν, of dogs, Arist.Phgn.813b2; so prob. β. στῆθος X.Cyn.5.30; deep, of musical notes, Bacch.Harm.32.
2 Gramm., of enclitics, unaccented, A.D.Pron.35.25; of words, not oxytone, ib.38.12, D.T.674.18, etc. Adv. βαρυτόνως POxy.1012 Fr.16.16, Eust.41.3, Moer.109.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que emite un sonido bajo, grave de perros βαρύτονον φωνοῦσι Arist.Phgn.813b2, στῆθος οὑ βαρύτονον de pecho no muy vigoroso e.d. que no tiene mucha fuerza para ladrar X.Cyn.5.30.
2 mús. bajo Bacch.Harm.32.
3 gram. de las enclíticas inacentuada A.D.Pron.35.25, 38.12
•de palabras no oxítona esp. de verb. paroxítonos, D.T.638.30, 639.26, 674.17.
II adv. βαρυτόνως = con baritonesis e.d. con retrotracción del acento β. προφερόμενοι gram. en POxy.1012.16.1.16, cf. Ammon.Diff.436, Eust.41.3, Moer.100.
German (Pape)
[Seite 435] 1) straff gespannt, στῆθος Xen. Cyn. 5, 30. – 2) stark tönend, Arist. physiogn. 6, 50. – Bei Gramm. Sylben, die mit dem gravis bezeichnet sind, Wörter, die nicht auf der ultima accentuirt sind. Bei den Rhet. stark betont.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fortement tendu;
2 à la voix grave;
3 t. de gramm. baryton.
Étymologie: βαρύς, τόνος.
Russian (Dvoretsky)
βαρύτονος:
1 напряженный, сильный (στῆθος Xen.);
2 низко звучащий, низкого тона, грубый (βαρύτονα φωνεῖν Arst.);
3 грам. находящийся под тяжелым (тупым) ударением, т. е. произносимый пониженным тоном или безударный;
4 грам. не имеющий ударения на последнем слоге.
Greek (Liddell-Scott)
βαρύτονος: -ον, (τόνος) ὁ βαρέως ἤ βαθέως ἠχῶν, β. φωνεῖν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 50· καὶ ἴσως τοῦτο εἶναι ὅπερ ὁ Ξεν. νοεῖ διὰ τοῦ βαρ. στῆθος Κυν. 5. 30. 2) παρὰ Γραμμ., ἐπὶ συλλαβῶν φερουσῶν βαρεῖαν· ἐπὶ λέξεων, παροξύτονος.―Ἐπίρρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βαρύτονος, -ον)
γραμμ. φρ. «βαρύτονες λέξεις» — λέξεις που τονίζονται στην παραλήγουσα ή την προπαραλήγουσα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
η αντρική φωνή μεταξύ τενόρου και βαθύφωνου ή μπάσου με έκταση (κατά προσέγγιση) από το λα (α' διάστημα) ως το σολ (πάνω από το πεντάγραμμο)
αρχ.
1. (για τις εγκλιτικές λέξεις) άτονος
2. αυτός που ηχεί βαθιά
3. (για μουσικούς φθόγγους) χαμηλός.
Greek Monotonic
βᾰρύτονος: -ον, αυτός που ηχεί βαριά ή βαθιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
deep-sounding, Xen.