Μολὼν λαβέ → Come and take them
ἠμαθόεις, ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (Α)(επικ. τ. του αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.).