ημερίδης
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
ἡμερίδης, -ου, ὁ (Α)
1. (για οίνο) ελαφρός, γλυκός
2. επίθ. του Διονύσου ως προστάτη της ημερίδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία 1 < ήμερος. Με τη σημασία 2 < ημερίς].