ἡμιάνθρωπος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιάνθρωπος Medium diacritics: ἡμιάνθρωπος Low diacritics: ημιάνθρωπος Capitals: ΗΜΙΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: hēmiánthrōpos Transliteration B: hēmianthrōpos Transliteration C: imianthropos Beta Code: h(mia/nqrwpos

English (LSJ)

ὁ, = ἡμίανδρος (half-man, eunuch), Luc. Deor. Conc. 4.

German (Pape)

[Seite 1167] ὁ, Halbmensch, Dionysos, Luc. Deor. conc. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a d'un homme que la moitié du corps.
Étymologie: ἡμι-, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιάνθρωπος:получеловек Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιάνθρωπος: ὁ, = τῷ προηγ., Λουκ. Ἐκκλ. Θεῶν 4· ὡσαύτως, ἡμιάρρην, ενος, ὁ, Κτησ. Περσ. 5, Θεόπομπ. παρὰ Φώτ.

Greek Monolingual

ἡμιάνθρωπος, ό (AM)
αυτός που είναι εν μέρει ή κατά το ήμισυ άνθρωπος (α. «Διόνυσος ἡμιάνθρωπος», Λουκιαν.
β. «ὁ Χριστός... οὔτε ἡμίθεος ὤφθη ἐπί γῆς, οὔτε ἡμιάνθρωπος ἀνέβη είς οὐρανούς», Εφραίμ Αντιοχ.).

Greek Monotonic

ἡμιάνθρωπος: ὁ, αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἡμι-άνθρωπος, ὁ,
a half-man, Luc.