ἡμιονηγός
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
(ἡμιοναγός Glossaria), ὁ, muleteer, PLond.ined.2358 (iii B.C.), Rev.Phil.50.67 (Didyma, ii B.C.), Str.14.2.24.
German (Pape)
[Seite 1169] ὁ, Mauleseltreiber, Strab. XIV, 659.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιονηγός: -όν, (ἄγω) ὁ ὁδηγῶν ἡμίονον, Στράβων 659.
Greek Monolingual
ο (Α ἡμιονηγός)
νεοελλ.
στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης
αρχ.
αυτός που οδηγεί ημίονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + -ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. κυνηγός, χορηγός].