ημιτρής

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

ἡμιτρής -ῆτος, ὁ (Μ)
ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τρης (< θ. τρη- του τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ-τρη-μαι), πρβλ. αμφιτρής].