παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
εὐρυχανής, -ές (ΑΜ)ο πολύ ανοιχτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χανής (< χάνος «στόμα, φάρυγγας»), πρβλ. αχανής, ημιχανής].