ημιχώνιο

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
τμήμα θόλου που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν ως υποστήριγμα μιας προεξέχουσας γωνίας κτηρίου.