ηπατίτιδα

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

η (AM ἡπατῖτις)
οξεία ή χρόνια φλεγμονή του ήπατος, διάχυτη ή εστιακή, την οποία συνήθως προκαλεί λοιμώδης αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ίτις (πρβλ. ικτερίτις)].