ηπύτα

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) ηπύω
φρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» — μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.)
β) «ἠπύτα σῡριγξ» — οξύφωνος αυλός, Κόιντ.