Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θέμεθλον

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

German (Pape)

[Seite 1193] (τίθημι), τό, nur im plur., die Grundlage, der innerste, tiefste Grund; κατ' ὀφθαλμοῖο θέμεθλα Il. 14, 493, die innerste Tiefe des Auges, die Augenhöhle; κατὰ στομάχοιο θέμεθλα, die Kehle, 17, 47; eben so Ὠκεανοῖο θέμεθλα Hes. Th. 816, θαλάσσης Mus. 295; ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις, wo dessen Tempel gegründet ist, Pind. P. 4, 16, wie ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ibd. 180; sp. D., wie Cyr. 6 (IX, 808) Simmias secur. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. pl. τὰ θέμεθλα;
partie la plus profonde : ὀφθαλμοῖο IL creux de l'œil ; στομάχοιο IL naissance de l'estomac, càd gosier ; fig. δίκης SOL fondement de la justice.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.

Greek Monolingual

θέμεθλον, το (AM)
συν. στον πληθ. τά θέμεθλα
1. βάσεις, έδρες, θεμέλια
2. το κατώτατο ή το εσωτερικότατο και βαθύτατο μέρος κάποιου πράγματος («δώματα ναιετάουσιν ἐπ' ὠκεανοῖο θεμέθλοις», Ησίοδ)
αρχ.
φρ. «Ἄμμωνος θέμεθλα» — ναός του Αμμωνος (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. θεμός].