θεμός

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

German (Pape)

[Seite 1195] ὁ, = θεσμός, Hesych. Davon

Greek Monolingual

θεμός, ό (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θεμούς· διαθέσεις, παραινέσεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θε- που αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας dhē- «τοποθετώ», στην οποία ανάγεται το ρ. τί-θη-μι (πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-θέ-μην), κατά τα εις -μός μεταρρηματικά (πρβλ. πλέκω < πλοχ-μός). Από το θ. θεμ- του θεμός παρήχθησαν οι τ. θέμ-εθλον (κατάλ. -εθλον, πρβλ. έδ-εθλον < έζομαι), θεμ-είλια, θεμ-έλιος και το μετονοματικό ρ. θεμ-όω, -ώ].