θαλασσοπόρφυρος

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοπόρφῠρος Medium diacritics: θαλασσοπόρφυρος Low diacritics: θαλασσοπόρφυρος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: thalassopórphyros Transliteration B: thalassoporphyros Transliteration C: thalassoporfyros Beta Code: qalassopo/rfuros

English (LSJ)

θαλασσοπόρφυρον, = ἁλιπόρφυρος, Suid. s.v. ἁλουργά, AB379.

German (Pape)

[Seite 1183] meerpurpurn, Erkl. von ἁλιπόρφυρος, B. A. 379.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοπόρφῠρος: -ον, = ἁλιπόρφυρος, Σουΐδ., Α. Β. 379.

Greek Monolingual

θαλασσοπόρφυρος, -ον (Α)
αλιπόρφυρος. αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + πορφυρός].