θαλασσοπόρφυρος
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
θαλασσοπόρφυρον, = ἁλιπόρφυρος, Suid. s.v. ἁλουργά, AB379.
German (Pape)
[Seite 1183] meerpurpurn, Erkl. von ἁλιπόρφυρος, B. A. 379.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσοπόρφῠρος: -ον, = ἁλιπόρφυρος, Σουΐδ., Α. Β. 379.
Greek Monolingual
θαλασσοπόρφυρος, -ον (Α)
αλιπόρφυρος. αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + πορφυρός].