θαρρητικός
From LSJ
English (LSJ)
Attic for θαρσητικός.
Greek Monolingual
θαρρητικός, -ή, -όν (Α)
νεώτ. αττ. τ. του θαρσητικός.
Full diacritics: θαρρητικός | Medium diacritics: θαρρητικός | Low diacritics: θαρρητικός | Capitals: ΘΑΡΡΗΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: tharrētikós | Transliteration B: tharrētikos | Transliteration C: tharritikos | Beta Code: qarrhtiko/s |
Attic for θαρσητικός.
θαρρητικός, -ή, -όν (Α)
νεώτ. αττ. τ. του θαρσητικός.