θαυμαστῶς
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière étonnante ou merveilleuse.
Étymologie: θαυμαστός.
Russian (Dvoretsky)
θαυμαστῶς: удивительно, поразительно (θ. ὡς σφόδρα Plat.; πείθεσθαι Plut.).