θεοληπτική
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, Gottbegeisterung (s. θεοληψία), Sext. Emp. adv. phys. 1, 132.
Russian (Dvoretsky)
θεοληπτική: ἡ (sc. τέχνη или μαντεία) боговдохновенность Sext.