θέωση

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ θέωσις) θεώ
το να καταστεί κάποιος ή κάτι θεϊκό, να μετάσχει στην ουσία του θεού («τὴν θέωσιν τῆς σαρκὸς γενέσθαι δοξάζομεν» — πιστεύουμε ότι η σάρκα η ανθρώπινη μετέσχε της θεϊκής ουσίας, ενώ ο θεός είναι πνεύμα, Δαμασκ.).