ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
θεσμοποιῶ, -έω (Α)θεσμοθετώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -ποιώ (< -ποιός < ποιώ), πρβλ. λογοποιώ, νομοποιώ].