θηκιόδους

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ο
η θήκη του δοντιού, το φατνίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. του θήκη (πρβλ. φατνίο) + -όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυνόδους, μονόδους].