θηκιόδους

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

ο
η θήκη του δοντιού, το φατνίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. του θήκη (πρβλ. φατνίο) + -όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυνόδους, μονόδους].