Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
οη θήκη του δοντιού, το φατνίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. του θήκη (πρβλ. φατνίο) + -όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυνόδους, μονόδους].