θηριάζομαι
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
Pass., pass into a beast, of the soul, Corp.Herm.10.20.
German (Pape)
[Seite 1209] zum Tier werden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηριάζομαι: μεταβάλλομαι ἢ μεταβαίνω εἰς θηρίον, ἐπὶ τῆς ψυχῆς, Ἑρμῆς Τρισμ.
Greek Monolingual
θηριάζομαι (Α) θηρίο
μεταβάλλομαι σε θηρίο, γίνομαι θηρίο.