θηριοτρόπος
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
Greek Monolingual
θηριοτρόπος, -ον (Μ)
αυτός που φέρεται και που δρα σαν θηρίο, που έχει τρόπους θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. αλλότροπος, αρχαιότροπος].