θοίνημα

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

German (Pape)

[Seite 1214] τό, = θοίναμα, der Schmaus, die Speise, τράπεζαν πλήρη βαρβαρικῶν θοινημάτων Posidon. bei Ath. IV, 153 b.

Greek (Liddell-Scott)

θοίνημα: τό, = θοίναμα, Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 153Β.

Greek Monolingual

θοίνημα, τὸ (Α)
φαγητό, συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα].