θρονιάζω
From LSJ
(Μ θρονιάζω) θρόνος
(για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζω
νεοελλ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου
2. μέσ. θρονιάζομαι
α) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαι
β) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματα
μσν.
καθαγιάζω, εγκαινιάζω.