θυμοκτόνος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοκτόνος: -ον, ἀποκτείνων τὴν ψυχήν, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θυμοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει την ψυχή, αυτός που φθείρει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο-κτόνος, θηρο-κτόνος.