θυροκροτώ

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

θυροκροτῶ, -έω (Α)
θυροκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κροτώ (< κρότος), πρβλ. συγκροτώ, χειροκροτώ].