εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
θυροκροτῶ, -έω (Α)θυροκοπώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κροτώ (< κρότος), πρβλ. συγκροτώ, χειροκροτώ].