θυσανόπτερα

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

τα
εντομολ. τάξη ορθόπτερων εντόμων που ανήκει στην υπέρταξη θυσανοπτεροειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thysanoptera < thysano- (πρβλ. θύσανος) + -ptera (πρβλ. -πτερος < πτερόν)].