θωρακοφορία
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
German (Pape)
[Seite 1230] ἡ, das Tragen des Panzers, Sp.
Greek Monolingual
θωρακοφορία, ἡ (Μ) θωρακοφόρος
το να φέρει κάποιος θώρακα.