ιατήρ

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

German (Pape)

[Seite 1234] ῆρος, ὁ, ep. ἰητήρ, der Heilende, Arzt, Il. 2, 732 u. öfter; Pind. P. 3, 65. 4, 240; κακῶν Od. 17, 384; sp. D., πένθεος εἴης ἰητήρ Leon. Tar. 99 (VII, 466).

Greek Monolingual

ἰατήρ, επικ. τ. ἰητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. ἰάτειρα, Α και ιων. τ. ἰήτειρα (Α)
1. ο γιατρός
2. θεραπευτής («ἰητῆρα κακῶν», Ομ. Οδ.)
3. σωτήρας, λυτρωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι
ο τ. ιατήρ μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή ijate].