ιδιογενής

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

ἰδιογενής, -ές (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς του ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γενης (< γένος), πρβλ. ενδογενής, μονογενής].