ιεροδιδάσκαλος
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Greek Monolingual
ο (Α ἱεροδιδάσκαλος)
αυτός που ασχολείται με τη θρησκευτική διδασκαλία
νεοελλ.
ιερέας και δάσκαλος συγχρόνως
αρχ.
(στη Ρώμη) ο αρχιερέας.