ιησουίτης
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
Greek Monolingual
και γεζουίτης, ο θηλ. ιησουίτισσα
1. μοναχός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ο οποίος ανήκε στο θρησκευτικό τάγμα του Ιησού (Societas Jesu)
2. καζουιστής, αυτός που ερμηνεύει καθετί όχι με βάση σταθερούς ηθικούς κανόνες αλλά κατά περίπτωση
3. συνεκδ. υποκριτής, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. Jesuite, ιταλ. Gesuita < νεολατ. Jesuita < λατ. Jesus (< Ιησούς) + λατ. κατάλ. -ita. Η λ. μαρτυρείται από το 1768 στον Ευγένιο Βούλγαρι].