ιμερόφρων
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
ἱμερόφρων, ὁ (Α)
αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. αλλόφρων, ομόφρων].