εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
ἰπνῶ, -όω (Α) ιπνός
1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῦν τε σώματα», Πίνδ.)
2. παθ. μτφ. ἰπνοῦμαι, -όομαι
πιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος 'ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος]
πιεζόμενος κάτω από τα ριζά της Αίτνας, Αισχύλ.).