ιππισμός

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

ο [[[ίππος]])
βίαιη και απότομη έκταση του άκρου ποδιού (κλότσισμα), το οποίο κατά την όρθια στάση στηρίζεται στο έδαφος μόνο με τα δάκτυλα.