ιππισμός

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

ο [[[ίππος]])
βίαιη και απότομη έκταση του άκρου ποδιού (κλότσισμα), το οποίο κατά την όρθια στάση στηρίζεται στο έδαφος μόνο με τα δάκτυλα.