ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
ἱπποκέλευθος, -ον (Α)1. (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους2. ιππέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή»].