ιππόδεσμος
From LSJ
Greek Monolingual
ἱππόδεσμος, -ον (Α)
1. ο κατάλληλος για το δέσιμο του ίππου
2. φρ. «ἱππόδεσμοι δακτύλιοι» — οι κρίκοι χαλιναριού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱππόδεσμα
τα ηνία, τα χαλινάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. ζυγόδεσμος, κρήδεσμος].