ιππόθεν

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

ἱππόθεν (Α)
επίρρ. (κυρίως για τους Έλληνες ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο ίππο) από τον ίππο («υἷες Ἀχαιῶν ἱππόθεν ἐκχύμενοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + -θεν, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική της από τόπου κινήσεως].