ιστολογία

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

η
κλάδος της ανατομίας που μελετά τον σχηματισμό, την ανάπτυξη και τη σύνθεση τών ιστών τών ζώντων οργανισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histologie < histo- (πρβλ. ἱστός) + -logie (πρβλ. -λογία < -λόγος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].