ισχυρόψυχος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
ἰσχυρόψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει γενναία ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].