ισόκωλος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόκωλος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από ίσα κώλα, από ίσα μέλη περιόδου
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόκωλο(ν)
σχήμα λόγου κατά το οποίο τα κώλα μιας περιόδου αποτελούνται από ίσον αριθμό συλλαβών (α. «με γενικές απόλυτες και ισόκωλα, αντίς να πάμε ομπρός, πάμε πισόκωλα», Μαβίλ.
β. «φοβούμενος συλλαβῇ τὸ ἰσόκωλον ἐνδεὲς ἐξενεγκεῖν», Πλούτ.)
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο μήκος ή μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ό)- + κῶλον.