κάμβαλεν

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Russian (Dvoretsky)

κάμβαλεν: (= κάββαλεν) эп. 3 л. sing. aor. 2 к καταβάλλω.