μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
κέρσιμον, τὸ (Α)
συρίγγιο από κέρατο σε αλιευτική ορμιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως διασώζει θ. κερσ- που ανιχνεύεται στο κέρνα (II) και συνδέεται με τα κέρας, κάρηνα + κατάλ. -ιμον (ουδ. της -ιμος) με παρετυμολογική πιθ. επίδραση τών κέρσιμος, κείρω.