κέστρωσις
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
-εως, ἡ, encaustic painting, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ, das Eingraben, Graviren mit einem spitzen Eisen, von Hesych. erkl. βαφικὴ μιμουμένη, etwa von enkaustischer Malerei.
Greek (Liddell-Scott)
κέστρωσις: -εως, ἡ, εἶδος ἐγκαυστικῆς ζωγραφίας (;) Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κέστρωσις, ἡ (Α)
είδος εγκαυστικής ζωγραφικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κεστρῶ].