κίσσαρος

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσᾰρος Medium diacritics: κίσσαρος Low diacritics: κίσσαρος Capitals: ΚΙΣΣΑΡΟΣ
Transliteration A: kíssaros Transliteration B: kissaros Transliteration C: kissaros Beta Code: ki/ssaros

English (LSJ)

ὁ,
A f.l. for κύσσαρος, Hp. ap. Erot.; = hedera, Glossaria
II = κίσθος, Dsc.1.97.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, = κισσός, Hippocr. bei Erotian.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσᾰρος: ὁ, = κισσός, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 208. ΙΙ. = κίσθος, Διοσκ. 1. 126.

Greek Monolingual

κίσσαρος, ὁ (AM)
μσν.
κισσός
αρχ.
1. κύσσαρος
2. το φυτό κίστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα -αρος (πρβλ. κάνθαρος, κόμαρος)].