καβαλητά

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

επίρρ. καβαλικευτά, με τον τρόπο που καβαλικεύει κάποιος, ιππαστί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καβαλητός < καβαλώ].