Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
επίρρ. καβαλικευτά, με τον τρόπο που καβαλικεύει κάποιος, ιππαστί.[ΕΤΥΜΟΛ. < καβαλητός < καβαλώ].