καθαροποιός

From LSJ

Greek Monolingual

καθαροποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθαρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθοποιός, κακοποιός.