καθαροποιός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
καθαροποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθαρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθοποιός, κακοποιός.