καθοπλισμός

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοπλισμός Medium diacritics: καθοπλισμός Low diacritics: καθοπλισμός Capitals: ΚΑΘΟΠΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kathoplismós Transliteration B: kathoplismos Transliteration C: kathoplismos Beta Code: kaqoplismo/s

English (LSJ)

v. καθόπλισις.

German (Pape)

[Seite 1289] ὁ, dass., Pol. 3, 114, 1; οἱ ἐν τοῖς βαρέσι καθοπλισμοῖς, die Schwerbewaffneten, 3, 113, 7.

Greek Monolingual

καθοπλισμός, ὁ (Α) καθοπλίζω καθόπλισις, τέλειος εξοπλισμός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθοπλισμός: ὁ оружие, вооружение: οἱ ἐν τοῖς βαρέσι καθοπλισμοῖς Polyb. тяжеловооруженные.