καινογραφής
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
German (Pape)
[Seite 1294] ές, auf neue Art geschrieben, bei Hephaest. p. 53.
Greek (Liddell-Scott)
καινογρᾰφής: -ές, γραφεὶς κατὰ νέον τρόπον, Φίλικος ὁ Κερκυραῖος παρ’ Ἡφαιστ. σ. 53, ἒκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
καινογραφής, -ές (Α)
αυτός που έχει γραφεί με καινούργιο τρόπο, με διαφορετικό, νέο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γραφής (< γράφω), πρβλ. αρτιγραφής, χρυσογραφής].