καινογραφώ

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

καινογραφῶ, -έω (Μ) καινογράφος
γράφω νέα, καινούργια πράγματα.