καινογραφώ

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

καινογραφῶ, -έω (Μ) καινογράφος
γράφω νέα, καινούργια πράγματα.