καιρολουσία
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
καιρολουσία: ἡ, ἡ ἐν καταλλήλῳ καιρῷ λοῦσις, Ἀποστ. Διατ. 1. 9.
Greek Monolingual
καιρολουσία, ἡ (Α)
το λουτρό που γίνεται την ώρα που πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -λουσία (< -λουτος < λούω), πρβλ. αλουσία, ψυχρολουσία].